Φυσικό Περιβάλλον
Η Φύση έντυσε με τα ομορφότερα χρώματα της ένα μεγάλο μέρος της έκτασης της Ποταμιούς. Στις άκρες των αμπελώνων αλλά και στις ακαλλιέργητες εκτάσεις, όπως παρατηρεί ο Καρούζης, ιδιαίτερο χρώμα χαρίζει η άγρια βλάστηση.
Στο χωριό, κυρίαρχη θέση κατέχει η αμπελοκαλλιέργεια οινοποιήσιμων κυρίως ποικιλιών, παρόλο που σε σχέση με το παρελθόν είναι περιορισμένη. Ειδικότερα, από τη δεκαετία του ’90 η αμπελοκαλλιέργεια άρχισε να περιορίζεται επειδή δεν ήταν πλέον ιδιαίτερα προσοδοφόρα.
Εκτός όμως από τα αμπέλια, στην Ποταμιού καλλιεργούνται οπωροφόρα δέντρα, όπως μηλιές, αχλαδιές, δαμασκηνιές, χρυσομηλιές, ροδακινιές αλλά και διάφορα λαχανικά. Υπάρχουν επίσης λίγες ελιές οι οποίες αποτελούν μικρές πινελιές στο τοπίο του χωριού.
Διάφορα είδη πουλιών και ερπετών αποτελούν την πανίδα της Ποταμιούς. Σπουργίτια να παίζουν ανέμελα, αηδόνια να κελαηδούν γλυκά, είναι μόνο μερικές από τις πολλές όμορφες εικόνες που θα «συναντήσετε» περπατώντας στην Ποταμιού..
Πηγή:
Κοινοτικό Συμβούλιο Ποταμιούς
Μονοπάτι της Ερασμίας
Χα-Ποτάμι
Τοποθεσία Καρυδάκι
Αιωνόβια δέντρα
Αμπελοκαλλιέργεια
Οι κάτοικοι της Ποταμιού ασχολούνταν με την καλλιέργεια των αμπελιών. Παλαιότερα η αμπελοκαλλιέργεια στην Ποταμιού ήταν μια από τις βασικές καλλιέργειες του χωριού. Ας γνωρίσουμε, όμως, καλύτερα τις καλλιεργητικές φροντίδες αμπελιού:
Αρχικά, γινόταν προετοιμασία του χωραφιού που θα μετατρεπόταν σε αμπελώνα. Αυτό οργωνόταν δυο φορές και αφαιρούνταν όλες του οι πέτρες.
Προτού το αμπέλι φυτευτεί, ήταν απαραίτητο το χωράφι να καλλιεργηθεί βαθιά. Το φύτεμα του αμπελιού άρχιζε μεταξύ των μηνών Μάρτη – Απρίλη, αλλά συνήθως γινόταν τον Μάιο, γιατί τότε το χωράφι έχει υγρασία. Πριν να γίνει το φύτεμα των αμπελιών, οριζόταν η θέση που θα φυτεύονταν τα αμπέλια με την τοποθέτηση καλαμιών. Τα φυτά τοποθετούνται σε παράλληλες γραμμές και απείχαν μεταξύ τους πέντε πόδια .
Αξίζει να γνωρίζει κανείς πως για το φύτεμα των αμπελιών χρειάζονταν πέντε άτομα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ιωνά, αυτά ήταν: ο «σκαλιατούρος» ή «σκαλιέρης», ο οποίος με ένα εργαλείο που ονομαζόταν «σκάλα» θα άνοιγε τον λάκκο ˙ τρεις γυναίκες, από τις οποίες οι δυο θα έχυναν νερό μέσα στους λάκκους ενώ η μία θα τοποθετούσε την κληματόβεργα στο λάκκο και τέλος, ο «παλλουκάρης», ο οποίος θα έκλεινε τον λάκκο.
Ο Ιωάννης Ιωνά αναφέρει πως το αμπελοφύτεμα γινόταν Κυριακή ή γιορτή και αυτό γιατί το φύτεμα του αμπελιού απαιτούσε πολλά χέρια. Στο φύτεμα συμμετείχαν συγχωριανοί, φίλοι και συγγενείς του ιδιοκτήτη.
Το κλάδεμα του αμπελιού ήταν ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την παραγωγή του. Χαρακτηριστικά ο Ιωνά αναφέρει μια κυπριακή παροιμία: «Ένα χρόνο άκλαον (ακλάδευτο), πέντε γρόνους άκαρπον (πέντε χρόνια χωρίς καρπό)».
Μετά το κλάδεμα, ακολουθούσε το σκάλισμα, το οποίο γινόταν συνήθως το Μάρτιο με στόχο να απαλλάξει το χώμα από τις ρίζες και να το προετοιμάσει να δεχτεί τις βροχές. Πρέπει να αναφερθεί πως την πρώτη χρονιά μετά το φύτεμα, το αμπέλι δεν κλαδευόταν, κόβονταν μόνο μερικές από τις επιφανειακές του ρίζες για να δυναμώσει.
Επίσης, στη φροντίδα του αμπελιού περιλαμβανόταν το «μουττόκομμαν» και το θειάφισμα. Το «μουττόκομμαν» ήταν το κόψιμο των τρυφερών βλαστών. Όσον αφορά στους ψεκασμούς, άρχισαν να γίνονται κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας με σκοπό την προστασία των φυτών από ασθένειες που επηρεάζουν την παραγωγή.
Η εποχή του τρύγου άρχιζε με τη συγκομιδή των σταφυλιών που προορίζονταν για την παραγωγή κουμανταρίας και ακολούθως για την παραγωγή των άλλων κρασιών. Η συγκομιδή των σταφυλιών για την παραγωγή κουμανταρίας άρχιζε τέλη Ιουλίου ενώ για τα άλλα κρασιά συνήθως Σεπτέμβριο.
Όπως και για το φύτεμα των αμπελιών , έτσι και στον τρύγο χρειαζόντουσαν πολλά χέρια. Όταν η παραγωγή ήταν μεγάλη, οι αμπελοκαλλιεργητές προσλάμβαναν ημερομίσθιο προσωπικό.
Ο τρύγος ξεκινούσε με το πρώτο φως του ήλιου και διαρκούσε μέχρι το σούροπο και απαιτούσε σκληρή δουλειά. Όσοι συμμετείχαν στον τρύγο, παρέμεναν σκυφτοί για πολλές ώρες, για να κόβουν ένα ένα τα τσαμπιά με το σουγιά ή το μαχαίρι. Τα τσαμπιά τα τοποθετούσαν στα καλάθια και έπειτα τα άδειαζαν στα κοφίνια, τα οποία φόρτωναν στα γαϊδουριά για να τα μεταφέρουν στο χώρο όπου θα γινόταν η οινοποίησή τους ή στο σπίτι όπου θα απλώνονταν με σκοπό την παρασκευή σταφίδας.
Πηγές:
Ιωάννης Ιωνά, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία, 2001
Γιώργου Καρούζη, Περιδιαβάζοντας την Κύπρο, Λάρνακα, Πόλη και Επαρχία, Λευκωσία, 2001